- αμφιρρέπω
- αμτβ., αμφιταλαντεύομαι, είμαι αναποφάσιστος: Στο ζήτημα αυτό αμφιρρέπει ακόμη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμφιρρέπω — γέρνω από δω κι από κει, αμφιταλαντεύομαι, διστάζω να αποφασίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + ρέπω. ΠΑΡ. νεοελλ. αμφιρρέπεια. Η λ. απαντά για πρώτη φορά στον Ιω. Σκυλίτση] … Dictionary of Greek
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek
διαπορώ — διαπορῶ, έω (AM) [απορώ] 1. βρίσκομαι σε αμηχανία, αμφιταλαντεύομαι, αμφιρρέπω 2. (μέσ. απρόσ.) διαπορείται τίθεται το ερώτημα, διατυπώνεται ή υπάρχει η απορία αρχ. 1. έχω ανάγκη ή έλλειψη 2. ερευνώ, διερευνώ, εξετάζω, ψάχνω … Dictionary of Greek
επαμφοτερίζω — (Α ἐπαμφοτερίζω) [επαμφότερος] 1. κλίνω άλλοτε προς τον ένα κι άλλοτε προς τον άλλο, είμαι διπλοπρόσωπος («ἔμελλε τὸν Τισσαφέρνη ἀποφαίνειν... ἐπαμφοτερίζοντα», Θουκ.) 2. είμαι αμφίβολος, εκλαμβάνομαι με δύο τρόπους, δέχομαι διπλή ερμηνεία αρχ. 1 … Dictionary of Greek
ταλαντεύω — εύτηκα 1. μτβ., κουνώ ρυθμικά. 2. ταλαντεύομαι. 3. αμτβ., λικνίζομαι, κουνιέμαι πότε εδώ πότε εκεί ρυθμικά. 4. δεν έχω σταθερότητα, διστάζω, αμφιρρέπω: Ταλαντεύεται μεταξύ του ναι και του όχι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)